- πικραμένος
- amer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μυριοπικραμένος — μυριοπικραμένος, η, ον (Μ) πάρα πολύ πικραμένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πικραμένος] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αγλύκαντος — και αστος, η, ο 1. αυτός που δεν γλυκάθηκε ή δεν είναι γλυκός, άγλυκος, πικρός 2. αυτός που δεν ευχαριστιέται ή δεν ευχαριστήθηκε, πικραμένος, δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλυκαντός < γλυκαίνω, όπως το απίκραντος < πικραίνω) το αγλύκαστος… … Dictionary of Greek
ανιαρός — ή, ό (Α ἀνιαρός, ά, όν) [ανία] αυτός που προκαλεί ανία νεοελλ. πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος αρχ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός 2. (για ζώα) βλαβερός 3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
πολυπενθής — ές, Α 1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ. β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ. γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.) 2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Ηλίας — (Γριζάτα Κεφαλονιάς 1814 – Αργοστόλι 1894). Πολιτικός, ηγέτης του ενωτικού αγώνα της Επτανήσου. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου παρακολουθούσε, παράλληλα, μαθήματα φυσικής και χημείας (έλαβε ενεργό μέρος στον ιταλικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα) … Dictionary of Greek